Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014
Πρόσωπα - ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ
Παρουσιάζουμε την συγγραφέα - ποιήτρια Ιφιγένεια Σιαφάκα. Η Ιφιγένεια σε μια χορταστική συνέντευξη μάς μιλάει για λογοτεχνία με έναν λόγο ουσιαστικό, φιλοσοφημένο και εξαίσια δουλεμένο όπως άλλωστε φαίνεται και στην γραφή της, την οποία πλέκει με αέρινες βελονιές.
Εργογραφία και βιογραφικό σημείωμα: http://ifigeneiasiafakabooks.wordpress.com/
Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2011
(…) Λευκό μεταξωτό το φόρεμά της, σπειροειδείς πτυχές στους αστραγάλους, η Αλταμίρα τούς ωθούσε να μάχονται αντίρροπα την κίνηση του υφάσματος όπως κανείς κοντράρει τον αντίπαλο που βάλθηκε να καταρρίψει έναν ωραίο μύθο της ζωής του• και οι φλέβες σκαλισμένες στο λαιμό της, ίδιο αλαβάστρινο γλυπτό, επικυρώνανε τη δύναμη που αφήνουν να εννοηθεί ότι έχουν οι μορφές ακόμη και όταν αγάλματα θυμίζουν. Και το πλατύγυρο λευκό, το ψάθινο καπέλο, αναπηδώντας ρυθμικά, με μετεωρισμούς ανάλαφρους μετέδιδε την ένταση απ’ τον αέρινο δρασκελισμό σ’ ένα βερικοκί μεταξωτό μαντίλι, χυμένο ατημέλητα επάνω στο καπέλο για να το συγκρατήσει ίσως. Ίσως. (…)
(…) Ο Άλεξ έθαψε το γιο του συνοδεία λίγων αλλά συντετριμμένων συγγενών, καταχωρήσεων στον Τύπο, Τρίτης ημέρας και οσίου (είχε προηγηθεί η νεκροψία), βραχνού ηλίου και βροχόπτωσης εγκύου· λιτών συλλυπητήριων εκφράσεων, ασπρόμαυρων υφάνσεων, καλλίφωνων ψαλτάδων, βουβής νεκρολογίας, λευκών σχολίων και διακόσμου· μιας γάτας, μιας πλερέζας, ενός μπεκρή ζητιάνου, βηματισμού αξιοπρεπούς, ιδρώτα κρύου και πένθους κραυγαλέου. Χωρίς κανένα δισταγμό, επέλεξε τον ακριβότερο αποχαιρετισμό που τα γραφεία τελετών προτείνουνε στους έχοντες. Ο τάφος αγοράστηκε, δόθηκαν οδηγίες για όνυχα και δωρικές κολόνες και καντηλέρια από ασήμι – η προτομή του γιου θα ήταν έργο γλύπτη απ’ την Αγγλία. Ο θρήνος και τα στέφανα που αναλογούσαν στο μονογενή προσφέρθηκαν με αβρότητα. Με εκκωφαντική επισημότητα αποδόθηκε ο τελευταίος ασπασμός στο εύοσμο κουφάρι με το γουλί κρανίο και το μεταξωτό κουστούμι, το λευκό. (…)
Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, ΑφηΓΗματα αναΔρομων πΛεξεων, Εκδόσεις Ars Poetica 2013, κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2014, Επίσημη παρουσίαση στην 11ηΔιεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 2014
Μεταlipsi (ποίηση σε πρόζα), προδημοσίευση
(…) Φίλοι αδικοχαμένοι από την ασφυξία που προκάλεσε ένα μικρό κομμάτι μήλου που το δαγκώσανε να ρίξουν άρωμα στη γλώσσα ύστερα απ’ το γεύμα ή τότε που ασπάστηκαν με το αμάρτημα στα χείλη τη μικρή τους ερωμένη Φίλοι απλώς θανατωμένοι εκούσια από την τόλμη τους να ζήσουν την αρχή τους Φίλοι πισώπλατα νεκροί απ’ τη χλαπαταγή του μίσους του καθρέφτη Φίλοι Φίλοι Φίλοι Όλοι όμως οι φίλοι γείρανε νεκροί αλλά αναστάσιμοι πάνω σ’ αυτήν τη διαπίστωση πως η φαιά ουσία αρμέγεται νωπή στον τοκετό των οδυνών του Ανθρώπου Όταν ρουφούσαν λαίμαργα γραπώνοντας στα δόντια τα καλαμάκια των αιώνων Όμορφοι φίλοι sαν την αλήθεια που λησμονιέται το χειμώνα για ν’ ανθίsει από αγριοsυκιές μες στη Μεσόγειο σ’ ένα βαζάκι μέλι με δυο κλωνάρια ελιάς υπό το βλέμμα ενός νεογνού πυρόξανθου ηλίου με μπούκλες από βαθιά Αιγαία και σιαγώνες σμιλεμένες απ’ τις ακτές της Ιωνίας Όπου βουτούσαν πετσοκομμένοι από αλμύρα με δαντελένιες εξοχές οι πρόσφυγες φιλόσοφοι ουρλιάζοντας μ’ εγκαύματα στο σώμα Όταν φόρτωναν πλώρη για ανάρρωση από την πυρκαγιά στην Αλεξάνδρεια Εκεί τους είδα κι έφριξα Κουνούσαν τα κεφάλια τους δεμένα με γάζες αλώβητες λευκές Μόλις σε ράντζο εξερχόμενοι από το παγωμένο χειρουργείο με τις δεκάξι αχτίνες του ήλιου της Βεργίνας σμιλεμένες στα νυστέρια Στις γλώσσες έναστρη έσπερναν σπορά Θα ’πρεπε ν’ αγρυπνούμε ευγνώμονες από τον κρότο του σταριού τους Να τους κερνάμε ένα γλυκό του κουταλιού για συμπαράσταση στη συμμαχία των γλωσσών μας Γερά κρατώντας τον τυφώνα στο βολβό του οφθαλμού Κάθε που
στροβιλίzει αειπάρθενος
μιa λίμα από κάρβουνο
που γράφει ιστορίες
με μεdούλι από στάhτη
και γύπsινα οστά
σ’ ό,τι μας καταrrάκωσε
και μας ανάδευσε
αναίσθητους
σε φράhτη
από δαsείες επιsημάνσεις
αναpόφευκτων sυμβάντωn
Κάθε που μια μικρή πυρά πυγολαμπίδας φτερουγίζει στην άκρη γλείφοντας ενόραση απ’ το μηδέn στο χώρο Tότε είναι που αλλάζουμε χρόνο σαν πουκάμισα μες σε αρχαίες μήτρες και ρωτάμε για την Ελένη αν ήτανε στην Τροία ή Αν υπήρξε τελικά μεγάλο φιάσκο η σφαγή μας (…)
Tην πέμπτη μέρα το χιόνι, επιστολική νουβέλα (προδημοσίευση)
(…) Θυμάστε τον Πατρίκ μας; Σας έκανε εντύπωση ο τρόπος που πρόφερε το «π»! «Πατρίκ, Περιφέρομαι, Πολυαγαπημένοι Πούστηδές μου!» ή «Πατρίκ, Περιφέρομαι, Πουλάδες Πουτανίτσες μου!» Κι έκανε μια μικρή παύση ν’ αντλήσει σθένος πριν από την προαναγγελθείσα εκτίναξη της μεγαλειώδους του ταυτότητας. Σχεδόν κρατούσε την ανάσα και τίναζε απότομα το σβέρκο λες και είχε μπηχτεί καμιά μεταλλική τσατσάρα στο κρανίο, που βίαια τον αποσπούσε απ’ το σώμα, χτενίζοντας τσαλακωμένες, εύθραυστες, ανάγωγες, ερμητικές, ω… ατίθασες σκέψεις στον αέρα! Εσείς νιώθετε, Φρανκ, ξεριζωμένος, όταν βίαιες σκέψεις συνοδεύουν τις κινήσεις, ή όταν βίαιες κινήσεις αποσιωπούν τις σκέψεις; Εγώ, ξέρετε, κρατιέμαι γερά από ένα σκοινί, που οι χρόνιές μου αγωνίες έχουν δέσει σ’ ένα καρφί μέσα στο στομάχι, στριφογυρίζω γύρω γύρω όπως στα τσίρκα οι ακροβάτες, και ψιθυρίζω «θα περάσει»· και όλο αυτό το γεγονός του άρτι αφιχθέντος κύματος, ω, ναι, ω, ναι, σας το ορκίζομαι, είναι μια σβούρα οδυνηρού εναγκαλισμού και ηδονικής πάλης ταυτόχρονα σ’ ένα τοπίο ονειρεμένο, βλέπετε όνειρα εσείς; όπου το χάος παραμένει χάος, ο ήχος άηχος, η ύλη άυλη, και κάποιος, άγνωστος ποιος, υπόσχεται, αλήθεια το υπόσχεται! να μας κατατάξει στους αστέρες, όταν θα ξαναγεννηθεί το σύμπαν. Η βία και η σιωπή της κίνησής της, η κίνηση της βίας και η σιωπή της αφορμής της – «Πατρίκ, Περιφέρομαι», μια στάμπα λάγνας, αφορμισμένης αφοσίωσης που ακουμπά το μελιστάλακτο χαλκό στα αχαμνά της προδοσίας: μία τραχιά φτυσιά! Και τίποτε άλλο! Σας έχει έρθει ποτέ να φτύσετε κανέναν; Δεν είναι ευγενικό, όμως η διάθεση, ως επί το πλείστον, δεν συμπορεύεται με τις ευγένειες. Ελάτε, τώρα, δεν θα μου κρυφτείτε σε αυτό… Και όταν τον φτύσατε πώς νιώσατε; Είχαν μείνει κατάλοιπα στο στόμα σας ακόμη ή τον αποβάλατε μονομιάς και εντελώς; «Πατρίκ, Περιφέρομαι, Πολυαγαπημένοι Πούστηδές μου!» Φτου… ίσως μια τρυφερή ανάμνηση της παιδικής χαράς, όπου τραμπάλες, τσουλήθρες, κούνιες πάνω από μικρές λακκούβες υπόσχονταν το πέταγμα της κίνησης που μας κρατούσε εν εγρηγόρσει στα αόρατα χαλινάρια της μητέρας. «Ε χοπ! ε χοπ! να Πατρίκ… εγώ θα πάω τώρα πιο ψηλά, δες η κάλτσα μου άγγιξε το σύννεφο, ε χοπ άι άι σύννεφο!» κινούσαμε το πέταγμα που θα φορούσαμε κασκέτο για να φύγουμε. «Φρίντα, θα έρθει ο ξεκούτης να σε φάει, αν τα πόδια σου πάνε πιο ψηλά απ’ τα δικά μου. Kοίτα με, κοίτα με, κοίτα με! Xοπ, χοπ, Πατρίκ, ξεκούτη, έλα!» μας τάιζαν, η μητέρα δηλαδή, φυστικοβούτυρο και αμύγδαλα στα διαλείμματα της δραστηριότητας αυτής, και ο Πατρίκ κι εγώ κάναμε εμετό.«Και πώς το ξέρεις ότι θα με φάει ο ξεκούτης;» (…)
Υπάρχει πρόκληση στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος ή μπορεί να εφαρμοστεί μια συνταγή επιτυχίας;
Στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν συνταγές. Κανείς δεν μπορεί να σου πει τι και πώς θα γράψεις. Κάθε δημιουργός είναι ένα μοναδικό και κλειστό σύμπαν ταυτόχρονα, με τα δικά του σημαίνοντα, το προσωπικό του ύφος και την ιδιαίτερη οπτική που κάθε φορά υιοθετεί, αγγίζοντας το ατομικό του χωρόχρονο για να αντιμετωπίσει το ιστορικό.
Τεχνικές υπάρχουν ή κυρίαρχος είναι η λεγόμενη έμπνευση;
Τεχνικές σαφώς και υπάρχουν, αντικείμενο της επιστήμης της φιλολογίας, η οποία προσπαθεί να εξετάσει λεπτομερώς, παρατηρώντας το υλικό της, τους λεκτικούς τρόπους και τις δομές του κειμένου. Όσον αφορά την έμπνευση εύρισκα, προσωπικά, αστεία την τάση να της αποδοθούν μαγικές ή υπερφυσικές ιδιότητες, να θέτει, δηλαδή, τον δημιουργό σε κατάσταση «εκτός ελέγχου και εαυτού». Πρόκειται για εικόνα γραφική. Τα περισσότερα κείμενα, άλλωστε, που παράγονται στο έλεος έντονων συγκινησιακών φορτίσεων, την επομένη είναι για τα σκουπίδια, διότι η λογοτεχνία δεν είναι κουβάς ψυχικών αποβλήτων. Είναι, αντιθέτως, αποστακτήρας των πιο λεπτών και ιδιαίτερων αποχρώσεων της ανθρώπινης κατάστασης. Και αυτό απαιτεί άλλου τύπου διαδικασίες. Από την άλλη μεριά, πάντα υπάρχει κάποια αφορμή για να γράψεις κάτι. Αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε και «έμπνευση».
Οι στιγμές, κατά τις οποίες γράφετε, δεν περιέχουν «έμπνευση»;
Kαμία απολύτως «έμπνευση». Βαριέμαι ή δεν βαριέμαι να γράψω, έχω μικρότερη ή μεγαλύτερη διάθεση, είμαι στην κατάλληλη ή μη ψυχική κατάσταση, δεν με ή με απασχολούν θέματα ζωτικής σημασίας, πολύ πιο σοβαρά από τη λογοτεχνία, μπορώ να μπω βαθιά στο κείμενο με το οποίο ασχολούμαι ή να το κοιτάξω από μεγαλύτερη απόσταση… Ένα κείμενο, μικρό ή μεγάλο και σε οποιασδήποτε φόρμα είναι αθροιστικά το σύνολο της διάθεσης του συγγραφέα, ενός οργανικού συνόλου παραμέτρων σε πολλές περιπτώσεις μη συνειδητών και από τον ίδιο, για τις οποίες όμως είναι πάντα υπεύθυνος.
Και η επίκληση στη «Μούσα»;
Δίνει σασπένς στους αφελείς και παράγει τον τύπο του «ποιητή πουνέντε»…
Μπορεί η κριτική να επηρεάσει τη λογοτεχνία;
H λογοτεχνία προηγείται και της φιλολογίας και της κριτικής. Αυτή οδηγεί, δεν καθοδηγείται, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που η παρατήρηση ονομάζει a posteriori «τεχνική», για να το συνδέσω και με τη «συνταγή επιτυχίας» υπήρξε για τον ταλαντούχο συγγραφέα μία αυτόματη επιλογή. Η σοβαρή κριτική εντοπίζει στοιχεία που κάνουν ένα έργο αξιόλογο, από δομικής απόψεως, και μιλά για τους τρόπους που καθιστούν έναν δημιουργό ιδιαίτερο.
Υπάρχει κριτική σήμερα ;
Τη θέση της κριτικής, στο πλείστο των περιπτώσεων, την έχει λάβει η διαφήμιση, που σημαίνει ότι γίνεται κυρίως λόγος για το περιεχόμενο ενός βιβλίου, για το πόσο εύληπτο είναι για το κοινό, για το ότι είναι κατάλληλο για τις διακοπές ή για το μετρό, για το θέμα του, για την ελληνικότητά του και για τις εντυπώσεις συναισθηματικού κυρίως χαρακτήρα του γράφοντος, συνοδευόμενες κάποτε και από την προτροπή: μην το χάσετε! Είναι αυτό το οποίο ονομάζαμε στο δημοτικό σχολείο «νόημα» και το λέγαμε όρθιοι στον πίνακα, κάνοντας και υπόκλιση στο τέλος. Αυτά, όμως, μπορούν να αφορούν τους φίλους, τους γνωστούς μας και το εμπόριο, δεν αφορούν καθόλου όμως τη λογοτεχνία. Και είναι λυπηρό ότι τέτοιου τύπου αποφάνσεις έχουμε, σε πολλές περιπτώσεις, και στα σκεπτικά βραβεύσεως. Δεν είναι επιλήψιμο, δικαίωμα στην ανάγνωση και στην εκφορά έχουν όλοι. Από την άλλη όμως αυτού του τύπου η θέση δεν συνιστά κριτική, κι επομένως δεν έχει καμία απολύτως αξία όσον αφορά αυτό που θα ονομάζαμε χώρο και θεώρηση της λογοτεχνίας. Kαι όπως αναφέρει και ο Walter Benjamin: « Για τον κριτικό ανώτερη αρχή είναι οι συνάδελφοί του. Όχι το κοινό. Ακόμη λιγότερο οι επερχόμενες γενιές / Στο κοινό πρέπει να αποδίδεται μονίμως άδικο, κι όμως αυτό να νιώθει πάντα ότι ο κριτικός το εκπροσωπεί». (Walter Benjamin, Μονόδρομος, μτφρ.: Nέλλη Ανδρικοπούλου, εκδόσεις Άγρα 2006)
Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;
Για δύο κυρίους λόγους: είτε γιατί ο «κριτικός» δεν είναι καταρτισμένος σε ό,τι αφορά τη θεωρία της λογοτεχνίας, την κριτική και την αναγνωστική πρόσληψη, και εξυπηρετεί απλώς το μάρκετινγκ και τις φιλίες του είτε γιατί το βιβλίο δεν έχει, όντως, να παρουσιάσει κάτι το ιδιαίτερο, και ο παρουσιαστής του προσπαθεί να τα «μπαλώσει», θα λέγαμε, με αυτόν τον τρόπο, χρησιμοποιώντας κάποτε και το γνωστό τέχνασμα της διακειμενικότητας με αναφορές σε άλλα έργα ή με ανήκουστες και πολλές φορές αστείες φιλολογικές παρακρούσεις εκτός θέματος, για να δώσει αξία, στο συγκεκριμένο βιβλίο. Συμβαίνει συχνά δε να ακούμε περισσότερα για ζητήματα που εννοείται ότι πλαισιώνουν το κείμενο παρά για το ίδιο το κείμενο. Και ας μην μπερδεύουμε τη στάση αυτή με τη συγκριτική φιλολογία, τα εργαλεία της είναι διαφορετικά. Κωμικοτραγικό είναι όταν συντρέχουν ταυτόχρονα και οι δύο παραπάνω λόγοι.
Συνεπώς η κριτική δεν σας πείθει.
Με πείθουν μόνον όσοι αποδεδειγμένα έχουν σαφή λόγο, γνώση και επιχειρήματα.
Διαβάζετε πολύ;
Πλέον όχι, επιλεκτικά μόνον και με αυστηρά κριτήρια. Ούτε χρόνο έχω ούτε χρήματα μου περισσεύουν για μέτρια κείμενα.
Διαβάζετε ελληνική ή ξένη λογοτεχνία;
Kυρίως ξένη κι ελάχιστα ελληνική.
Είναι η λογοτεχνία αυτοσκοπός;
Η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Δεν κάνουμε λογοτεχνία για τη λογοτεχνία. Τη ζωή τη ζούμε, για τον απλό λόγο ότι θα πεθάνουμε, και η λογοτεχνία αποτελεί μέρος αυτής της πορείας.
Τι είναι για σας η λογοτεχνία;
Eίναι ένας ισχυρός τρόπος απάντησης στην εξωτερική πραγματικότητα, εξισορροπητικός, ο οποίος προσφέρει ανακούφιση και απόλαυση πρωτίστως στον δημιουργό. Είναι ένα μέσον, ίσως περισσότερο κομψό ανάμεσα σε πάρα πολλά ακόμη, και μία επιλογή υπαρξιακή, προσανατολισμένη προς τη δημιουργία, ως ανταπάντηση σε κάτι (διαφορετικό για τον καθέναν) που προσπαθεί να βρει την επίλυσή του. Στην ουσία είναι ένα δομημένο σύμπτωμα, το οποίο παράγει ομορφιά παλεύοντας με το θάνατο. Στη λογοτεχνία προχωράς ψηλαφώντας στα σκοτεινά τον εαυτό σου αντί ν’ αδιαφορείς γι’ αυτόν! Έχεις ελπίδες και να εξανθρωπιστείς… Και αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση!
Δρα δηλαδή ψυχοθεραπευτικά;
Δεν γνωρίζω κανέναν που να θεραπεύτηκε, επειδή ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Καθόλου δεν θεραπεύει, μπορεί να προφυλάσσει, να δρα κατασταλτικά ή και ανασταλτικά για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα. Το σύμπτωμα πάντα προστατεύει από κάτι, όσο παράλογο και να ακούγεται αυτό. Έχουμε και τις ακραίες, βεβαίως, περιπτώσεις λογοτεχνών με παραβατική συμπεριφορά, αλκοολικών, αυτοχείρων. Γι’ αυτό μίλησα για όμορφα δομημένο σύμπτωμα. Ο χώρος των λογοτεχνών δεν είναι καθόλου αγγελικά πλασμένος, έχει μεγάλη ψυχοπαθολογία. Και αυτό εύκολα το διαπιστώνει κανείς στις συζητήσεις γύρω από το σινάφι, από τις χυδαιότητες τις παλαιόθεν γνωστές, τις μικρότητες, τις λυκοφιλίες, τις εμπάθειες, τις επιθέσεις και όλα τα γνωστά. Το χειρότερο, στην όλη ιστορία, είναι να νομίζεις ότι είσαι «φοβερός», απλώς επειδή γράφεις, ξεχνώντας ότι δεν είσαι ηγέτης, ότι ελάχιστοι ασχολούνται μαζί σου και ότι δεν πρόκειται να αλλάξεις την πορεία του κόσμου.
Δεν είναι σημαντική η δουλειά του λογοτέχνη;
Πάρα πολύ σημαντική, αλλά παντελώς ασήμαντη η δουλειά αυτού που σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο. Δεν κάνει επαφή με την πραγματικότητα… τι θα μας διηγηθεί λοιπόν, τις φαντασιώσεις του ή οικουμενικές αλήθειες;
Eίναι κακό να διηγείται κανείς τις φαντασιώσεις του;
Kακό όχι, περισσότερο ημερολογιακό και κατ’ επέκτασιν αδιάφορο. Η λογοτεχνία αρχίζει εκεί όπου τα πάντα έχουν καταρρεύσει. Η φαντασίωση σε συγκρατεί από την κατάρρευση.
Πώς είναι δυνατόν ένας συγγραφέας ή ένας ποιητής να εξυμνεί, για παράδειγμα, τον έρωτα στα γραπτά του και ο ίδιος στην προσωπική του ζωή να έχει συμπεριφορές οι οποίες αντίκεινται στους «ύμνους» του;
Ναι… ένα γραπτό είναι ένα ανοιχτό σύμπαν για τον αναγνώστη και ένα κλειστό σύμπαν ταυτόχρονα όσον αφορά τον συγγραφέα. Είναι άλλο πράγμα η αναγνωστική πρόσληψη και άλλο η αλήθεια του κειμένου. Όλοι ερωτευόμαστε, όμως δεν ερωτευόμαστε ούτε με τον ίδιο τρόπο, ούτε έχουμε ζυγαριά για να μετρήσουμε την ποιότητα και την ποσότητα του συναισθήματος. Οι λέξεις ψεύδονται έτσι κι αλλιώς και, μια και τα μεγέθη δεν είναι μετρήσιμα, δεν θα συνεννοηθούμε εύκολα. Ποτέ και σε κανένα κείμενο δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ούτε το βάρος της λέξης που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο συγγραφέας ούτε το τι ακριβώς στηρίζει αυτή η λέξη στον τρόπο που έχει δομήσει την επιθυμία του. Οι πράξεις είναι αυτές που μας γνωστοποιούν το νόημα των λέξεων. Μόνον οι πράξεις. Το να ταυτιζόμαστε, με τη δική μας φαντασία, με κάποιο κείμενο που αφορά τον έρωτα, στο παράδειγμά σας, δεν σημαίνει επ’ ουδενί λόγω ότι βρήκαμε στο πρόσωπο του συγγραφέα τον ιδανικό εραστή ούτε ότι γνωρίζουμε πώς ο ίδιος λειτουργεί στις ερωτικές του σχέσεις. Απλώς φανταζόμαστε και είμαστε υπεύθυνοι για το δικό μας σενάριο.
Δεν υπάρχει όμως σχάση ανάμεσα στο λόγο και στην πράξη κατ’ αυτόν τον τρόπο; Είναι θεμιτό;
Σαφώς και υπάρχει, αλλά έχω την εντύπωση ότι όσο περισσότερο οι αιώνες υποκλίνονται σε ογκόλιθους της λογοτεχνίας, η σχάση που παρατηρείται είναι όλο και μικρότερη. Δεν είναι δυνατόν να πεις σπουδαία πράγματα με σπουδαίο τρόπο και με χειρουργική ακρίβεια, πράγματα που γίνονται οικουμενικά, χωρίς να είσαι ικανός να δουλέψεις και να προχωρήσεις με τον ίδιο σου τον εαυτό. Από εκεί αντλείς το υλικό σου. Σε αυτά τα επίπεδα συνείδησης φθάνει με μεγάλο κόπο κανείς, δεν μιλάμε απλώς για επιτυχείς εξωτερικές ή συναισθηματικές περιγραφές, μιλάμε για την πεμπτουσία της ύπαρξης και για μια ολόκληρη πρόταση ζωής που τέμνεται σε βαθιά και λεπτά σημεία του ψυχισμού. Υπάρχει μεγάλη ειλικρίνεια και συνέπεια από μέρους τους. Λέγονται πολλά για τη συμπεριφορά του Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, επίσης και για τη σκληρότητά του σε πολλές περιπτώσεις. Νομίζω όμως ότι τα κατάφερε περίφημα ως επιληπτικός. Ο Μπουκόφσκι, επίσης, υπήρξε πάρα πολύ συνεπής με τον εαυτό του, και το λέω αυτό, για να μην υπάρξει σύγχυση ανάμεσα στην ηθική και στο ήθος. Δεν μιλώ για μια χριστιανική ηθική, μιλώ για τη συνέπεια ανάμεσα σε αυτό που είμαι και σε αυτό που γράφω, για τη συνείδηση που παράγει και το προσωπικό ήθος.
Κι ο συγγραφέας που περιγράφει έναν δολοφόνο;
Δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι δολοφόνος και ούτε ότι ταυτίζεται με τον δολοφόνο. Επιθετικότητα υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους. Η ανθρώπινη ποιότητα έγκειται στο πώς τη διαχειριζόμαστε. Καθένας μας είναι ένα μείγμα συναισθημάτων, επιθυμιών, χαρισμάτων σε διαφορετικές αναλογίες, για να το πω απλά, και αυτό ακριβώς είναι που μας κάνει και μοναδικούς. Ο δολοφόνος είναι ακραίος. Στον συγγραφέα αρκεί να κατανοήσει σε βάθος τη δική του επιθετικότητα, να δει λεπτομερώς το συναίσθημά του, και εν συνεχεία υπερβολικά διογκωμένο να το εναποθέσει στον χαρακτήρα που κατασκευάζει. Αυτή είναι η βάση. Με ενοχλεί μια μύγα, ως «συγγραφέας» εκνευρίζομαι και εν συνεχεία αδιαφορώ, έχω σπουδαιότερα πράγματα να κάνω, ως «δολοφόνος» εκνευρίζομαι υπερβολικά και τη σκοτώνω, γιατί… Δεν είναι και τόσο δύσκολο να συμβεί αυτό, εάν κάποιος έχει καλή σχέση με τον εαυτό του και δεν φοβάται να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο. Οι περισσότεροι όμως φοβούνται τον εαυτό τους και γι’ αυτό δεν θα γίνουν ποτέ και καλοί συγγραφείς. Η διαδικασία της γραφής είναι η διαδικασία της ανθρώπινης ωρίμανσης, κι έχει μεγάλο τίμημα προσωπικό. Το ότι βάζουμε τα συναισθήματά μας στο χαρτί, δεν σημαίνει ούτε ότι τα κατανοούμε ούτε ότι γνωρίζουμε την αιτία τους ούτε ότι είμαστε συγγραφείς. Η λογοτεχνία ενδιαφέρεται να περιγράψει κατανοώντας και ερμηνεύοντας. Όχι απλώς να καταγράψει.
Μπορούμε να μιλάμε για επιτυχημένους συγγραφείς;
Δεν βρίσκω καθόλου ότι μπορούμε να μιλάμε με όρους επιτυχίας, έχοντας αυτήν την οπτική. Το εμπορικό κομμάτι μπορεί με μαθηματική ακρίβεια να μας μιλήσει για το πόσο το έργο συνταυτίστηκε εν τέλει με τις προσδοκίες ενός χ κοινού, σε συγκεκριμένο χρόνο και σε συγκεκριμένο τόπο. Δεν μπορεί να μας μιλήσει όμως για το συναίσθημα του συγγραφέα. Το έργο του μπορεί να κάνει χιλιάδες πωλήσεις και την ίδια στιγμή εκείνος να βρίσκεται με το πιστόλι στον κρόταφο. Το βρίσκετε επιτυχία εσείς αυτό; Και είναι άκρως επικίνδυνος αυτός ο διαχωρισμός έργου και συγγραφέα, θυμίζει το η εγχείριση πέτυχε ο ασθενής απεβίωσε. Είναι προβληματικό να μιλάμε με όρους μάρκετινγκ για θέματα που σχετίζονται με πνευματικά αγαθά.
Υπάρχουν συγγραφείς που μπορεί να είναι και ικανοποιημένοι όταν το έργο τους δεν διαβάζεται;
To έργο γράφεται για να διαβαστεί. Δεν υπάρχει συγγραφέας που να μην επιθυμεί να διαβαστεί. Έχουμε και εξαιρέσεις, βεβαίως, που η έντονη ψυχοπαθολογία των συγγραφέων κράτησε άπειρα χειρόγραφα στα μπαούλα τους όσο ήταν εν ζωή.
Μπορούν να διαβαστούν όλα τα έργα της λογοτεχνίας από όλους τους αναγνώστες;
Eίναι σαν να με ρωτάτε εάν οι πόρτες του Πράδο ή του Λούβρου είναι ανοικτές για όλον τον κόσμο και αν, από την άλλη, έχουν όλοι οι άνθρωποι την υπομονή και τη διάθεση να περιμένουν στην ουρά για ένα εισιτήριο. Η λογοτεχνία είναι ανοικτή σε όλον τον κόσμο. Με τη διαφορά ότι δεν θα σε επισκεφτεί στο σπίτι σου, εάν δεν αποφασίσεις εσύ ο ίδιος για το ποιον συγγραφέα είσαι έτοιμος να φιλοξενήσεις, σε ποια χρονική στιγμή και σε ποιον χώρο του σπιτιού σου. Δεν παίρνει ο λογοτέχνης τον αναγνώστη απ’ το χέρι, αυτή είναι η δουλειά του δασκάλου. Ο λογοτέχνης καταγράφει τα συμπεράσματα της εμπειρίας του και, οπωσδήποτε, επιστρέφοντας στο απλό παράδειγμα, για να επισκεφτείς το Λούβρο, θα πρέπει να σε έχει πάει μια βόλτα πρωτίστως ο δάσκαλος του σχολείου στο λαογραφικό μουσείο του χωριού σου. Το λιγότερο….
Για να γίνει κανείς συγγραφέας τι χρειάζεται;
Χάρισμα, σκληρή δουλειά και άσκηση, ανάγνωση πάρα πολλών λογοτεχνικών κειμένων, θεωρητική κατάρτιση και κυρίως σεμνότητα.
Σεμνότητα;
Βεβαίως. Είναι, τουλάχιστον, γελοίο να χοροπηδάς και να περιφέρεσαι κραυγάζοντας δεξιά και αριστερά για το έργο σου. Είναι σαν να μας λέει κάποιος « κοιτάχτε τι κάνω εγώ με τη συμφορά μου, τον έρωτά μου, τα παιδιά μου…!» Από την άλλη είναι λυπηρό να εκλιπαρείς το βλέμμα του άλλου με αυτόν τον τρόπο και δηλωτικό της έλλειψης αυτοπεποίθησης για αυτό που κάνεις, τη ρίζα του οποίου προφανώς και αγνοείς. Το πράγμα είναι απλό: ο πολύ καλός συγγραφέας, αργά ή γρήγορα, έρχεται στο προσκήνιο.
Δεν υπάρχουν, δηλαδή, αδικημένοι συγγραφείς;
Κοιτάχτε… δεν μπορούν να προβληθούν όλοι οι μέτριοι, είναι πάρα πολλοί, και θα γίνουν αναπόφευκτα κάποιες επιλογές προώθησης, οι οποίες σχετίζονται και με τις δημόσιες σχέσεις. Για διαφήμιση μιλάμε εδώ, και αυτός είναι ένας από τους νόμους προώθησης των προϊόντων. Υπό την έννοια αυτή μπορεί να αισθανθεί κάποιος αδικημένος, και με το δίκιο του. Από την άλλη όμως, αν μιλήσουμε για την καθαρά εμπορική λογοτεχνία, πρέπει να πούμε και τη μεγάλη αλλά και μοιραία ταυτόχρονα αλήθεια: Για να επιτύχεις πρέπει να έχεις το χάρισμα να γράφεις ασύλληπτες ανοησίες με πανέμορφο τρόπο! Αν προσέξετε, οι κορυφαίοι του είδους τα λένε σαφώς καλύτερα απ’ τους υπόλοιπους. Kατά την άποψή μου, λίγοι είναι οι καλοί συγγραφείς που επιτυγχάνουν γρήγορα την αναγνώριση. Ο χρόνος όμως ποτέ δεν αδικεί. Το χειρότερο όμως είναι ότι πίσω απ’ όλη αυτήν την ανησυχία και τη μάχη της αναγνώρισης υπάρχει ο φόβος θανάτου και ένα ανεκπλήρωτο αίτημα αγάπης, που πλέον μετατίθεται προς το αναγνωστικό κοινό, το οποίο, βεβαίως, και αγρόν αγοράζει και «αγαπάει», γενικώς και αορίστως…
Η αγάπη του κοινού δεν προσφέρει κάτι στο συγγραφέα ;
Σαφώς εάν κανείς είναι νάρκισσος. Διογκώνει το εγώ και τον βάζει σε έναν φαύλο κύκλο πράξεων, σε πολλές περιπτώσεις άνευ ήθους και άκρατου άγχους για τη συνέχεια. Αμφιβάλλω πάντως εάν μπορούμε να μιλάμε για αγάπη του κοινού, η αγάπη είναι κάτι εντελώς διαφορετικό με καθημερινές και πρακτικές προεκτάσεις στη ζωή μας. Στις πιο ήπιες περιπτώσεις προσφέρει ικανοποίηση, ασφαλώς, αλλά ο συγγραφέας είναι υπερβολικά απασχολημένος με τα γραπτά του, για να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για το κοινό του. Όσο λιγότερο ενδιαφέρεται γι’ αυτό, τόσο περισσότερο το σέβεται. Πιστέψτε με! Κι αυτό είναι το οξύμωρο της συγγραφής.
Τι γνώμη έχετε για τα βραβεία εντός της χώρας μας;
Δίνουν χαρά σε αυτόν που βραβεύεται και βοηθούν τους εκδοτικούς οίκους στις πωλήσεις. Τις περισσότερες φορές όμως δεν έχουν σχέση με την ποιότητα του έργου. Είναι ένα απλό παιχνίδι του μάρκετινγκ και, μάλιστα, θλιβερό, διότι στην ουσία χρησιμοποιείται ο συγγραφέας, για να βραβευθεί ο εκδοτικός οίκος ή για να υπάρξουν διαφορετικά ανταλλάγματα στο μέλλον μεταξύ των εμπλεκομένων. Ο θεσμός δεν είναι πλέον αξιόπιστος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατά καιρούς δεν έχουν βραβευθεί και άνθρωποι με σπουδαίο έργο στα Γράμματα.
Τα δικά σας βιβλία δεν τα έχουμε δει ποτέ στις βραχείες λίστες…
Για να τα δείτε, εάν υποτεθεί ότι θα μπορούσαν να βρίσκονται στις βραχείες λίστες, θα έπρεπε να έχουν αποσταλεί στις διάφορες επιτροπές για βράβευση. Πράγμα που δεν συνέβη ποτέ.
Η γραφή σας χαρακτηρίζεται από κάποιους «δύσκολη». Τι λέτε εσείς γι’ αυτό;
Ότι η ζωή είναι «δύσκολη», και δεν βλέπω το λόγο γιατί η λογοτεχνία πρέπει να είναι «εύκολη». Ποιος είπε ότι η λογοτεχνία είναι παιδική χαρά και ότι πάμε για να διασκεδάσουμε; Ποιος είπε ότι η λογοτεχνία είναι απλώς και μόνον η αφήγηση μιας απλοϊκής ιστορίας με φανταστικά εφέ; Ποιος είπε ότι η λογοτεχνία είναι ατάκες του δρόμου προς ευρεία λαϊκή κατανάλωση στυλ Κοέλιο; Nαι, αυτά είναι συνήθη… μόνον που δεν είναι λογοτεχνία ή είναι κακή λογοτεχνία και προσπερνώ τη ροζ λογοτεχνία, μιλώ για τα υπόλοιπα. Σαφώς όταν έχουμε ασκηθεί σε αυτού του τύπου τα αναγνώσματα, τα υπόλοιπα θα μας φανούν ανοίκεια. Δεν υπάρχει βιβλίο λογοτεχνίας που να είναι «εύκολο», που να μη σταματήσεις στην παράγραφο, που να μην τη διαβάσεις δύο και τρεις φορές, που να μη σημειώσεις, που να μην επιστρέψεις, που να μην το αποχωριστείς ποτέ από τη βιβλιοθήκη σου. Στα καλά βιβλία η δεύτερη και η τρίτη ανάγνωση αποκαλύπτουν ακόμη περισσότερα πράγματα. Είναι ένας θησαυρός. Αυτή είναι η δική μου εμπειρία από την ανάγνωση της λογοτεχνίας και αυτού του τύπου οι συγγραφείς είναι οι δάσκαλοί μου. Τα βιβλία που διαβάζονται σαν «νεράκι» είναι βιβλία που μπορούν να διασκεδάσουν, με τα οποία μπορούμε να περάσουμε πιθανότατα ευχάριστα την ώρα μας, μπορεί να έχουν και προσεγμένα ελληνικά, αλλά δεν μας οδηγούν πουθενά. Είναι περισσότερο καταναλωτικά αγαθά και καθόλου ψυχικές ή γνωστικές επενδύσεις για να έχει και νόημα ο οβολός που θα καταβάλει ο αναγνώστης. Και ας μην ξεχνάμε ότι το απλό είναι δύσκολο, εύκολο και εύληπτο είναι το απλοϊκό, διότι σου επισημαίνει κάτι που ήδη γνωρίζουν και οι πέτρες. Το ότι δεν προχωράμε όμως οφείλεται στην άλλη μεριά της πέτρας που κρατάει παγιδευμένη μια σιωπή αδύνατη να διαρρήξεις με ευκολία. Αυτή τη σιωπή πασπατεύει η λογοτεχνία, και γίνεται «δύσκολη», καθότι επικίνδυνη…
Αποχωρίζεστε εύκολα βιβλία;
Πανεύκολα πλέον. Τα σαν «νεράκι» αναγνώσματα, που τα διάβασα σε παλιότερες εποχές, δεν βρίσκονται πλέον στη βιβλιοθήκη μου.
Το ωραιότερο σχόλιο που ακούσατε για το τελευταίο σας βιβλίο Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες…
Κέρδισες το στοίχημα της ποιητικής πεζογραφίας!
Από ποιο πρόσωπο;
Δεν θα κάνω χρήση του ονόματός του…
Για ποιον λόγο;
Γιατί δεν νιώθω την ανάγκη να πείσω το κοινό για την όποια «αλήθεια» με διαμεσολαβητές. Το σχόλιο είναι πάρα πολύ σημαντικό για μένα, γιατί προέρχεται από σημαντικό άνθρωπο των Γραμμάτων, αλλά το βιβλίο βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία για τους αναγνώστες.
Το χειρότερο;
Α… τώρα εξηγείται για ποιο λόγο χρησιμοποιείτε ξενικά ονόματα στα γραπτά σας. Ζείτε στο εξωτερικό…
Από ποιο πρόσωπο;
Δεν γνωρίζω το όνομά του. Λέχθηκε σε μία παρουσίαση.
Θεωρήθηκε δηλαδή ότι κάνετε «ξένη λογοτεχνία»;
Προφανώς… Βεβαίως πρέπει να μας εξηγήσει και κάποιος τι σημαίνει «ξένη» λογοτεχνία. Αυτό που γνωρίζω έως σήμερα είναι ότι η ξένη λογοτεχνία δεν γράφεται σε ελληνική γλώσσα.
Ζείτε στο Βέλγιο. Ποια η απήχηση της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό;
Γνωρίζουν τον Όμηρο και τους κλασικούς. Πουλάνε πολύ στους φοιτητές. Προσφάτως μου είπαν για «εκείνον τον Κρητικό που έχετε… και την ταινία… ». Εννοούσαν τον Καζαντζάκη. Και για τον Θεοδωράκη μού μίλησε κάποιος πιο «προχωρημένος», που έγραψε το Άξιον Εστί, τι ωραίο ποίημα! Ασφαλώς διόρθωσα το σφάλμα… Και για έναν που έγραψε το τάδε αστυνομικό και πούλησε την προηγούμενη χρονιά, μου είπε τον τίτλο. Είναι ο Πέτρος Μάρκαρης, το γκούγκλαρα για να δω σε ποιον αναφερόταν ο πωλητής στο βιβλιοπωλείο. Μου είπαν και για τον Τσιόλκα, αλλά ο άνθρωπος δεν γράφει στα ελληνικά, επομένως δεν μιλάμε για ελληνική λογοτεχνία εδώ και συν τοις άλλοις τον προωθεί η Αυστραλία. Γνώρισα, κατά τύχη, και την αδελφή της εκδότριας που εξέδωσε την Τζιοκόντα του Ν. Κοκάντζη στη Γαλλία, και γνώριζε το συγγραφέα εξαιτίας αυτού του λόγου. Είναι θλιβερό. Ουδεμία απήχηση! Και σε ερώτηση που έκανα στο βιβλιοπωλείο εάν ζητούν ελληνική λογοτεχνία, μου απάντησαν κατηγορηματικά όχι. Είναι το μεγαλύτερο και πλέον ενημερωμένο βιβλιοπωλείο των Βρυξελλών.
Ευτυχώς στα ράφια της ποίησης είδα Καβάφη, Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη και Δημουλά. Δεν είδα όμως μία ανθολογία ελλήνων ποιητών, δίπλα στις ανθολογίες Τσέχων, Κινέζων κ.λπ. Όσες φορές ζήτησα πεζογραφία μεταφρασμένη για να προσφέρω ως δώρο, δεν υπήρχε απολύτως κανένα βιβλίο, έπρεπε να το παραγγείλουν. Και για να μην υπάρχει βιβλίο στο βιβλιοπωλείο σημαίνει ότι η ζήτηση είναι μηδενική. Παλιότερα είχα ακούσει και πολύ αρνητικά σχόλια για την παρουσία μας στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης από άνθρωπο που όχι μόνο διαβάζει λογοτεχνία, και μάλιστα καλή λογοτεχνία, αλλά γνωρίζει και πολύ καλά ελληνικά, καθότι μεταφραστής. Δεν έχετε λογοτεχνία, μου είπε… Πώς να το αντικρούσεις και τι να εξηγήσεις…
Ας χαμηλώσουν, λοιπόν, οι εγχώριοι τους τόνους, ας προσέξουν τους «μύθους» που δημιουργούν για ντόπια κατανάλωση και ας προωθήσουν σοβαρά κάποια όντως πολύ καλά ονόματα στο εξωτερικό. Ας καταλάβουν επιτέλους ότι η Ευρώπη δεν είναι Βαλκάνια και ότι ο μέσος αναγνώστης είναι σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο αναγνώστη στην Ελλάδα, δεν πείθεται εύκολα, και μάλιστα όταν μιλάμε για γαλλόφωνους, που πίσω τους έχουν τεράστια μεγέθη όπως έναν Προυστ ή έναν Φλομπέρ, για να αναφερθώ αποκλειστικά στην πεζογραφία, μια και η ποίηση έχει παγκοσμίως δυσκολίες στη σχέση της με το κοινό. Είναι απογοητευτικό αυτό που συμβαίνει!
Η σύγχρονη γαλλόφωνη λογοτεχνία;
Όπως παντού, υπάρχει και το εμπορικό βιβλίο, αλλά είναι παρήγορο το ότι δίνεται το βήμα και σε ιδιαίτερες φωνές. Πολύ εύκολα βρίσκει κανείς συγγραφείς της δικής μου γενιάς, οι οποίοι έχουν ιδιαίτερο στυλ γραφής και διαπραγμάτευσης του θέματός τους. Πραγματικά ωραίους, ταλαντούχους συγγραφείς. Οι πωλητές στα βιβλιοπωλεία είναι ενημερωμένοι, και μάλιστα τώρα στις γιορτές, πρότειναν τέτοιου τύπου βιβλία στους πάγκους τους, με μία καρδούλα στο εξώφυλλο… Καλά βιβλία, όχι απλώς εμπορικά.
Επίσης δεν διστάζουν να εκδώσουν διήγημα και ακόμη περισσότερο και βιβλιαράκια με μικρή έκταση, πραγματικά διαμαντάκια, ή συλλογές με κείμενα πολύ μικρής φόρμας, κάτι που ξεφεύγει από την παραδοσιακή φόρμα του διηγήματος και επιπλέον κάνει και πωλήσεις. Είναι άλλη η λογική και η κουλτούρα τους. Έχουμε φτάσει στο σημείο στην Ελλάδα να θεωρούμε λογοτεχνία αποκλειστικά και μόνον τα «τούβλα»: άριστη λογοτεχνία μπορεί να είναι και ένα μικροδιήγημα 500 λέξεων και να δράσει με τον ίδιον τρόπο στον ψυχισμό του αναγνώστη, όταν ο συγγραφέας είναι ταλαντούχος, όπως ακριβώς 100 σελίδες γραπτού φασόν… που αμφιβάλλω και αν λειτουργεί εν τέλει. Οι εποχές έχουν αλλάξει όπως επίσης και οι συνθήκες ζωής των συγγραφέων. Δεν θα κάνουμε τον Προυστ σήμερα, δεν γίνεται αυτό, για πολλούς και ευνόητους λόγους. Μπορώ να πω ότι περνώ καλά με τα αναγνώσματα αυτά και, οπωσδήποτε, η εμπειρία είναι διαφορετική όταν τα διαβάζει κανείς στο πρωτότυπο. Ναι, έχουν ωραίες και πολύ σύγχρονες φωνές οι ομότεχνοι γαλλόφωνοι.
Επόμενη εκδοτική παρουσία;
Είναι ήδη έτοιμο εδώ και πολύ καιρό ένα βιβλίο ποίησης σε πρόζα, η Μεταlipsi και δουλεύονται ταυτόχρονα και άλλα δύο.
Ποίηση ή πεζογραφία;
Μη με ρωτάτε… Για μένα το ίδιο πράγμα είναι, απλώς παίζω με τη φόρμα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)